- πρόγκα
- η(λ. ιταλ.), αποδοκιμασία με φωνές, ομαδικός χλευασμός: Μόλις φάνηκε στο μπαλκόνι άρχισε η πρόγκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρόγκα — η, Ν 1. θορυβώδης αποδοκιμασία, ομαδικός χλευασμός, γιουχάισμα 2. αποπομπή, διώξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη η λ. προέρχεται από σλαβ. bruca «προσβλητική αποπομπή»] … Dictionary of Greek
προγκάρισμα — το, Ν πρόγκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προγκάρω κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek
προγκίζω — και προγκάρω και προγκώ, άω και δ. γρφ. προγγίζω και προγγώ, άω, Ν [πρόγκα] 1. διώχνω κάποιον με φωνές και θόρυβο 2. χλευάζω ή αποδοκιμάζω ομαδικά 3. συμπεριφέρομαι απότομα ή βάναυσα σε κάποιον, τόν αποπαίρνω 4. (αμτβ.) (για ζώο) τρομάζω,… … Dictionary of Greek
πρόγκημα — το, Ν [προγκώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προγκώ, η πρόγκα … Dictionary of Greek
προγκίζω — και προγκάω πρόγκιξα, προγκισμένος 1. μτβ., με φωνές αποδιώχνω: Πρόγκα τα πρόβατα να πάνε πέρα. 2. κοροϊδεύω, αποδοκιμάζω με φωνές: Μόλις ανέβηκε στο βήμα, τον πρόγκιξε το πλήθος. 3. φέρνομαι βάναυσα, διώχνω κάποιον, τον αποπαίρνω: Ήρθε να μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)